στραμπουλίζω

στραμπουλίζω
-ισα και -ιξα, -ίστηκα, -ισμένος και -ιγμένος, εξαρθρώνω πόδι ή χέρι: Παραπάτησα και στραμπούλιξα το πόδι μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στραμπουλίζω — και οτραμπουλώ και στραγγουλίζω Ν (σχετικά με μέλος τού σώματος) προκαλώ ή υφίσταμαι διάστρεμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. στραμπουλίζω / στραγγουλίζω, κατά μία άποψη, έχουν προέλθει από συμφυρμό τών ιταλ. strambare και strangolare, ενώ, κατ άλλους, από… …   Dictionary of Greek

  • εκκοκκίζω — και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω) βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς αρχ. 1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω 2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω 3. ξεριζώνω 4. κυριεύω, διαρπάζω 5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες …   Dictionary of Greek

  • εξαρθρώνω — (AM ἐξαρθρῶ, όω) βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω νεοελλ. μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύω («οικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών») …   Dictionary of Greek

  • στραβώνω — στραβῶ, όω, ΝΜ [στραβός] νεοελλ. 1. (μτβ.) α) κάνω κάτι στραβό, τό κάνω να χάσει την ευθεία γραμμή του («στραβώνω το κλειδί») β) στρεβλώνω, στραμπουλίζω («έπεσα και στράβωσα το πόδι μου») γ) εκτρέπω από την ευθεία οδό, κάνω κάτι να μην έχει σωστή …   Dictionary of Greek

  • στραγγουλίζω — (I) Ν βλ. στραγγαλίζω. (II) Ν βλ. στραμπουλίζω …   Dictionary of Greek

  • στραμπουλιξιά — και στραγγουλιξιά, η, Ν στραμπούλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. στραμπούλιξα / στραγγούλιξα τών ρ. στραγγουλίζω (Η) / στραμπουλίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στραμπουλώ — άω, Ν βλ. στραμπουλίζω …   Dictionary of Greek

  • στραμπούλιγμα — και οτραμπούλισμα, και οτραγγούλισμα, το, Ν [στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)] εξάρθρωση μέλους τού σώματος με συστροφή …   Dictionary of Greek

  • στραμπουλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), στραμπούληξα, στραμπουληγμένος βλ. πίν. 66 Σημειώσεις: στραμπουλάω : ο τύπος στραμπουλίζω που αναφέρεται σε ορισμένα λεξικά και στη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 354) δε χρησιμοποιείται στην κοινή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαρθρώνω — εξάρθρωσα, εξαρθρώθηκα, εξαρθρωμένος, μτβ. 1. βγάζω από την άρθρωση, βγάζω (από την κλείδωση), στραμπουλίζω. 2. μτφ., προκαλώ την εξάρθρωση οργάνωσης, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”